- ομαύλαξ
- ὁμαῡλαξ και δωρ. τ. ὁμῶλαξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)αυτός που έχει κοινά σύνορα με κάποιον, γείτονας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + αὖλαξ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμῶλαξ — ὁμαῦλαξ with adjoining lands masc/fem nom/voc sg (doric) ὁμῶλαξ with adjoining lands masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αύλακα — η και αύλακας, ο (AM αὖλαξ, Α και ἄλοξ και ὦλξ, μόνο στην αιτ. ὦλκα, ὦλκας) αυλάκι κήπου ή αγρού νεοελλ. 1. η αφρισμένη γραμμή που αφήνει πίσω του το πλοίο 2. τεχνητό ή φυσικό όρυγμα όρμου ή λιμανιού για τη διέλευση των πλοίων αρχ. 1. γλυφή 2.… … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
ομώλαξ — ὁμῶλαξ, ακος, ὁ, ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. ομαύλαξ … Dictionary of Greek
ὁμώλακα — ὁμώ̱λακα , ὁμαῦλαξ with adjoining lands masc/fem acc sg (doric) ὁμώ̱λακα , ὁμῶλαξ with adjoining lands masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμώλακας — ὁμώ̱λακας , ὁμαῦλαξ with adjoining lands masc/fem acc pl (doric) ὁμώ̱λακας , ὁμῶλαξ with adjoining lands masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμώλακες — ὁμώ̱λακες , ὁμαῦλαξ with adjoining lands masc/fem nom/voc pl (doric) ὁμώ̱λακες , ὁμῶλαξ with adjoining lands masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)